Δείτε επίσης: ουδός, οὖδος, οὖδας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐδός οἱ οὐδοί
      γενική τοῦ οὐδοῦ τῶν οὐδῶν
      δοτική τῷ οὐδ τοῖς οὐδοῖς
    αιτιατική τὸν οὐδόν τοὺς οὐδούς
     κλητική ! οὐδέ οὐδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐδώ
γεν-δοτ τοῖν  οὐδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οὐδός αρσενικό < ὀδϜός < άγνωστης ετυμολογίας.[1][2] Δε σχετίζεται με τα ὁδός και ἔδαφος, ούτε με το ομηρικό ουδέτερο οὖδας (έδαφος, χώμα) όπου το οὐ- είναι κληρονομημένο και όχι προϊόν αντέκτασης όπως στο ὀδϜ- > οὐδ-.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ουδός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐδός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

επικός τύπος
επική κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱ
      γενική τῆς τῶν/τάων
      δοτική τῇ ταῖς
    αιτιατική τὴν οὐδόν τὰς
     κλητική !
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖιν 
Παράρτημα:Ουσιαστικά
οὐδός θηλυκό: διαλεκτικός τύπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

*οὐδός θηλυκό (Χρειάζεται διευκρίνσιση: μόνο στην αιτιατική? Υπάρχει αλλού?)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οὐδός σελ. 1124 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. ουδός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία