Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζιμπελίνα οι ζιμπελίνες
      γενική της ζιμπελίνας
    αιτιατική τη ζιμπελίνα τις ζιμπελίνες
     κλητική ζιμπελίνα ζιμπελίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μία ζιμπελίνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζιμπελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική zibeline < ιταλική zibellino

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζιμπελίνα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών με μήκος περίπου 55 εκατ. (από τα οποία το 1/3 είναι η ουρά του), που απαντάται κυρίως στη Σιβηρία και τελεί υπό εξαφάνιση αφού θηρεύεται αλόγιστα λόγω της γούνας της
  2. η γούνα του ζώου αυτού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία