αποδάσωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδάσωση | οι | αποδασώσεις |
γενική | της | αποδάσωσης* | των | αποδασώσεων |
αιτιατική | την | αποδάσωση | τις | αποδασώσεις |
κλητική | αποδάσωση | αποδασώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδασώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδάσωση < ελληνιστική αποδάσωσις < από + δάσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά déboisement)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδάσωση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδάσωση