αΐλανθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αΐλανθος < (άμεσο δάνειο) αγγλική ailanthus < νεολατινική ailanthus < μαλαϊκή ai lanto (δέντρο του ουρανού / παραδείσου)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αΐλανθος αρσενικό
- (φυτό) υψηλό φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Σιμαρουβοειδών (Simaroubaceae)
- Τον ξέρουμε τον αΐλανθο. Τον έχουμε ποδοπατήσει αμέτρητες φορές. Στα χωριά τον λένε και «βρωμούσα». Είναι (και) αυτό που -αδίστακτα- ονομάζουμε «παράσιτο». Εισβάλλει παντού, στα πρανή, στους κήπους, στα οικόπεδα ή στα χωράφια. Διώχνει γρήγορα όλα τα άλλα φυτά και επικρατεί. Κανείς δεν τον θέλει στα πόδια του. Κι όμως, ο αΐλανθος έχει μια μοναδική ιδιότητα: δεσμεύει 100 φορές μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα απ' όσες δεσμεύουν τα φυτά που διώχνει. (*)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αΐλανθος στη Βικιπαίδεια