Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άποψη οι απόψεις
      γενική της άποψης* των απόψεων
    αιτιατική την άποψη τις απόψεις
     κλητική άποψη απόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άποψη < αρχαία ελληνική ἄποψις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.po.psi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άποψη θηλυκό

  1. η εικόνα ενός τοπίου όπως φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κάπου ψηλά
  2. η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάποιος ένα πράγμα, μια υπόθεση, ένα ζήτημα
  3. η γνώμη που έχει κάποιος για κάτι

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία