έποψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έποψη | οι | επόψεις |
γενική | της | έποψης* | των | επόψεων |
αιτιατική | την | έποψη | τις | επόψεις |
κλητική | έποψη | επόψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επόψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έποψη < αρχαία ελληνική ἔποψις < ἐπί + ὄψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
έποψη θηλυκό
- (λόγιο)
- η θέαση του συνόλου μιας περιοχής από απόσταση
- (μεταφορικά) η (φιλοσοφική) θεώρηση και άποψη για πρόσωπα και πράγματα
- (μεταφορικά) άποψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
έποψη