• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έποψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έποψη οι επόψεις
      γενική της έποψης* των επόψεων
    αιτιατική την έποψη τις επόψεις
     κλητική έποψη επόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έποψη < αρχαία ελληνική ἔποψις < ἐπί + ὄψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έποψη θηλυκό

(λόγιο)
  1. η θέαση του συνόλου μιας περιοχής από απόσταση
  2. (μεταφορικά) η (φιλοσοφική) θεώρηση και άποψη για πρόσωπα και πράγματα
  3. (μεταφορικά) άποψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    έποψη
  • αγγλικά : standpoint (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έποψη&oldid=5473599"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 03:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 03:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας