Δείτε επίσης: Ἀποσπερίτης, αποσπερίτης, ζοχάριν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Αποσπερίτης
      γενική του Αποσπερίτη
    αιτιατική τον Αποσπερίτη
     κλητική Αποσπερίτη
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η Αφροδίτη, ως Αποσπερίτης, πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Πάνω αριστερά ορατός ο Δίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αποσπερίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἀποσπερίτης < ἀποσπέρα + -ίτης < ἀπό + αρχαία ελληνική ἑσπέρα, θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros (βράδυ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.speˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐πο‐σπε‐ρί‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αποσπερίτης αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • αποσπερίτης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία