κατασιγαστικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'καλός'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|κατασιγάζω|-τικός}} ==={{επίθετο|el}}=== '... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 21:49, 2 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασιγαστικός < κατασιγάζω + -τικός
Επίθετο
κατασιγαστικός
- που έχει σχέση με την κατασίγαση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατασιγάζω και σιγή
Μεταφράσεις
κατασιγαστικός
|