Δύστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δύστος | ||
γενική | της | Δύστου | ||
αιτιατική | τη | Δύστο | ||
κλητική | Δύστε | |||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δύστος < ελληνιστική κοινή Δύστος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δύ‐στος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δύστος θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Δύστος | ||||||
γενική | τοῦ | Δύστου | ||||||
δοτική | τῷ | Δύστῳ | ||||||
αιτιατική | τὸν | Δύστον | ||||||
κλητική ὦ! | Δύστε | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δύστος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δύστος αρσενικό, μόνο στον ενικό
Πηγές επεξεργασία
- Δύστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.