πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δεινόνυχος οι Δεινόνυχοι
      γενική του Δεινόνυχου
& Δεινονύχου
των Δεινόνυχων
& Δεινονύχων
    αιτιατική τον Δεινόνυχο τους Δεινόνυχους
& Δεινονύχους
     κλητική Δεινόνυχε Δεινόνυχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση ενός Δεινόνυχου

Ετυμολογία

επεξεργασία
Δεινόνυχος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Deinonychus < αρχαία ελληνική δεινός + ὄνυξ (γενική: ­«ὄνυχος»)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δεινόνυχος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία