Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δαύλεια
      γενική της Δαύλειας
    αιτιατική τη Δαύλεια
     κλητική Δαύλεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη της Δαύλειας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαύλεια < ελληνιστική κοινή Δαύλεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈða.vli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαύ‐λει‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαύλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δαύλει
      γενική τῆς Δαυλείᾱς
      δοτική τῇ Δαυλεί
    αιτιατική τὴν Δαύλειᾰν
     κλητική ! Δαύλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαύλεια < → δείτε τη λέξη Δαυλίς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαύλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία