Δαύλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαύλεια | ||
γενική | της | Δαύλειας | ||
αιτιατική | τη | Δαύλεια | ||
κλητική | Δαύλεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαύλεια < ελληνιστική κοινή Δαύλεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈða.vli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαύ‐λει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαύλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Δαύλειᾰ | ||||||
γενική | τῆς | Δαυλείᾱς | ||||||
δοτική | τῇ | Δαυλείᾳ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Δαύλειᾰν | ||||||
κλητική ὦ! | Δαύλειᾰ | |||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαύλεια < → δείτε τη λέξη Δαυλίς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαύλεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνιστική κοινή) πόλη της Φωκίδας, άλλη μορφή του Δαυλίς
Πηγές
επεξεργασία- Δαύλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.