ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δαυλίς αἱ Δαυλίδες
      γενική τῆς Δαυλίδος τῶν Δαυλίδων
      δοτική τῇ Δαυλίδ ταῖς Δαυλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Δαυλίδ τὰς Δαυλίδᾰς
     κλητική ! Δαυλίς* Δαυλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δαυλίδε
γεν-δοτ τοῖν  Δαυλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δαυλίς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δαυλίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. πόλη της Φωκίδας, η σημερινή Δαύλεια
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία