Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δαυλιάς αἱ Δαυλιάδες
      γενική τῆς Δαυλιάδος τῶν Δαυλιάδων
      δοτική τῇ Δαυλιάδ ταῖς Δαυλιάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Δαυλιάδ τὰς Δαυλιάδᾰς
     κλητική ! Δαυλιάς Δαυλιάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δαυλιάδε
γεν-δοτ τοῖν  Δαυλιάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαυλιάς < Δαυλί(ς) + άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Δαυλιάς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία