Γεννάδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γεννάδιος | οι | Γεννάδιοι |
γενική | του | Γεννάδιου & Γενναδίου |
των | Γεννάδιων & Γενναδίων |
αιτιατική | τον | Γεννάδιο | τους | Γεννάδιους & Γενναδίους |
κλητική | Γεννάδιε | Γεννάδιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος - κλίση: Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γεννάδιος < μεσαιωνική ελληνική Γεννάδιος[1] [2] < αρχαία ελληνική γεννάδας (ευγενής, διακεκριμένος, γενναιόδωρος)[3] < γέννα[1] / γεννάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈna.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γεν‐νά‐δι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεννάδιος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Γεννάδιος στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Γεννάδιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Γεννάδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ γεννάδας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.