Βραχμάν
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βραχμάν | οἱ | Βραχμᾶνες | ||||
γενική | τοῦ | Βραχμᾶνος | τῶν | Βραχμάνων | ||||
δοτική | τῷ | Βραχμᾶνῐ | τοῖς | Βραχμᾶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Βραχμᾶνᾰ | τοὺς | Βραχμᾶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Βραχμάν | Βραχμᾶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βραχμᾶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βραχμάνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Βραχμάν < σανσκριτική ब्राह्मण (brā́hmaṇa)< ρίζα बृंहति (bṛṃhati) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Βραχμάν, -ᾶνος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή θρησκεία) βραχμάνος → δείτε τον πληθυντικό Βραχμᾶνες
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑπόγονοιΕπεξεργασία
Βραχμάν (ελληνιστική κοινή) Βραχμᾶνες
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Βραχμᾶνες, βραχμᾶνες, Βραχμάν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.