Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βελίτσα οι Βελίτσες
      γενική της Βελίτσας
    αιτιατική τη Βελίτσα τις Βελίτσες
     κλητική Βελίτσα Βελίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐λί‐τσα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Βελίτσα < σλαβικής προέλευσης белицa < бел (λευκός)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελίτσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Βελίτσα <   + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βελίτσα θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Στάθης Ασημάκης, Τοπωνύμια, Αθήνα: χ.ε., 2015
  2. ΦΕΚ Β88, 11 Νοεμβρίου 1926, @pandektis.ekt.gr