πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τιθορέ
      γενική τῆς Τιθορέᾱς
      δοτική τῇ Τιθορέ
    αιτιατική τὴν Τιθορέᾱν
     κλητική ! Τιθορέ
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τιθορέα αρσενικό