Τιθορέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τιθορέα | ||
γενική | της | Τιθορέας | ||
αιτιατική | την | Τιθορέα | ||
κλητική | Τιθορέα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τιθορέα < αρχαία ελληνική Τιθορέα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.θoˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τι‐θο‐ρέ‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤιθορέα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τιθορέα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Τιθορέᾱ | ||
γενική | τῆς | Τιθορέᾱς | ||
δοτική | τῇ | Τιθορέᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Τιθορέᾱν | ||
κλητική ὦ! | Τιθορέᾱ | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τιθορέα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤιθορέα αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Τιθορέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.