Δείτε επίσης: Αίσωπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἴσωπος οἱ Αἴσωποι
      γενική τοῦ Αἰσώπου τῶν Αἰσώπων
      δοτική τῷ Αἰσώπ τοῖς Αἰσώποις
    αιτιατική τὸν Αἴσωπον τοὺς Αἰσώπους
     κλητική ! Αἴσωπε Αἴσωποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰσώπω
γεν-δοτ τοῖν  Αἰσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἴσωπος < Αἶσα / αἶσα (μοίρα, πεπρωμένο) + ὄψ, ωπ- (-ωπός, ἔπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-) + -ος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἴσωπος, -ου αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (λογοτεχνία) ο μυθοποιός Αίσωπος ( οι μύθοι του σώζονται σε μεσαιωνικά χειρόγραφα)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία