Αἴσωπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Αἴσωπος | οἱ | Αἴσωποι |
γενική | τοῦ | Αἰσώπου | τῶν | Αἰσώπων |
δοτική | τῷ | Αἰσώπῳ | τοῖς | Αἰσώποις |
αιτιατική | τὸν | Αἴσωπον | τοὺς | Αἰσώπους |
κλητική ὦ! | Αἴσωπε | Αἴσωποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αἰσώπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Αἰσώποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἴσωπος < Αἶσα / αἶσα (μοίρα, πεπρωμένο) + ὄψ, ωπ- (-ωπός, ἔπος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-) + -ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἴσωπος, -ου αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αἴσωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.