απαύγασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαύγασμα < ελληνιστική κοινή ἀπαύγασμα < ἀπαυγάζω < αρχαία ελληνική ἀπό + αὐγάζω < αὐγή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαύγασμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) λάμψη, ακτινοβολία
- το απαύγασμα της σοφίας
- (μεταφορικά) συμπέρασμα, αποτέλεσμα, πόρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαύγασμα
|