plaid
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- plaid < λατινική placitum < παθητική μετοχή του placere (αρέσω, ευχαριστώ)
- plaid < αγγλική plaid, γαελικής προέλευσης, με την έννοια « κουβέρτα »
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (ιστορία) φεουδαρχικό δικαστήριο
- (κατʼ επέκταση) μια φεουδαρχική δίκη, καθώς και η απόφαση που έβγαινε
- καβγάς, αντιμαχία
- δίκη
Επεξεργασία
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μάλλινο ένδυμα σκωτσέζων βουνιτών με καρό που χρησιμοποιούνταν σαν πανωφόρι
- (παρωχημένο) φαρδύ ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι
- πρόχειρη μάλλινη κουβέρτα για ταξίδια