plaid
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- plaid < λατινική placitum < παθητική μετοχή του placere (αρέσω, ευχαριστώ)
- plaid < αγγλική plaid, γαελικής προέλευσης, με την έννοια « κουβέρτα »
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (ιστορία) φεουδαρχικό δικαστήριο
- (κατ’ επέκταση) μια φεουδαρχική δίκη, καθώς και η απόφαση που έβγαινε
- καβγάς, αντιμαχία
- δίκη
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μάλλινο ένδυμα σκωτσέζων βουνιτών με καρό που χρησιμοποιούνταν σαν πανωφόρι
- (παρωχημένο) φαρδύ ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι
- πρόχειρη μάλλινη κουβέρτα για ταξίδια