plaidant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaidant | plaidants |
θηλυκό | plaidante | plaidantes |
Επίθετο επεξεργασία
plaidant (fr)
- που συνηγορεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη plaider
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaidant | plaidants |
θηλυκό | plaidante | plaidantes |
plaidant (fr)