Ετυμολογία

επεξεργασία
mundus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mh₂nd- (κοσμώ, στολίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmun.dus/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mundus αρσενικό

  1. στολίδι
  2. κόσμος, σύμπαν
  3. ουρανός
  4. ανθρωπότητα
  5. γυναικείο φόρεμα

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική mundus mundī
γενική mundī mundōrum
δοτική mundō mundīs
αιτιατική mundum mundōs
κλητική munde mundī
αφαιρετική mundō mundīs
(β' κλίση)

  Επίθετο

επεξεργασία

mundus αρσενικό

  1. καθαρός, καθάριος
     αντώνυμα: immundus
  2. κομψός
  3. γλαφυρός
  4. διακοσμημένος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική mundus munda mundum mundī mundae munda
γενική mundī mundae mundī mundōrum mundārum mundōrum
δοτική mundō mundae mundō mundīs mundīs mundīs
αιτιατική mundum mundam mundum mundōs mundās munda
κλητική munde munda mundum mundī mundae munda
αφαιρετική mundō mundā mundō mundīs mundīs mundīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)