μουντιάλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουντιάλ < (άμεσο δάνειο) ισπανική mundial < λατινική mundialis < mundus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mh₂nd- (κοσμώ, στολίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουντιάλ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μουντιάλ στη Βικιπαίδεια