Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουντιαλικός η μουντιαλική το μουντιαλικό
      γενική του μουντιαλικού της μουντιαλικής του μουντιαλικού
    αιτιατική τον μουντιαλικό τη μουντιαλική το μουντιαλικό
     κλητική μουντιαλικέ μουντιαλική μουντιαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουντιαλικοί οι μουντιαλικές τα μουντιαλικά
      γενική των μουντιαλικών των μουντιαλικών των μουντιαλικών
    αιτιατική τους μουντιαλικούς τις μουντιαλικές τα μουντιαλικά
     κλητική μουντιαλικοί μουντιαλικές μουντιαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουντιαλικός < μουντιάλ + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μουντιαλικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία