μουντιαλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μουντιαλικός, -ή, -ό
- (αθλητισμός) που έχει σχέση με το μουντιάλ ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μουντιάλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουντιαλικός
|