Ετυμολογία

επεξεργασία
apertus: μετοχή, και ως επίθετο

  Επίθετο

επεξεργασία

apertus, -a, -um

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

apertus, -a, -um

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική apertus aperta apertum apertī apertae aperta
γενική apertī apertae apertī apertōrum apertārum apertōrum
δοτική apertō apertae apertō apertīs apertīs apertīs
αιτιατική apertum apertam apertum apertōs apertās aperta
κλητική aperte aperta apertum apertī apertae aperta
αφαιρετική apertō apertā apertō apertīs apertīs apertīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)