ενεστώτας abash
γ΄ ενικό ενεστώτα abashes
αόριστος abashed
παθητική μετοχή abashed
ενεργητική μετοχή abashing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abash < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abashen, abaishen < παλαιά γαλλική esbahir (στα νέα γαλλικά ébahir) < es- (< ex-) + bayer (< μεσαιωνική λατινική *batare)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈbæʃ/
 
 

abash (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. abash - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)