abash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abashes |
αόριστος | abashed |
παθητική μετοχή | abashed |
ενεργητική μετοχή | abashing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- abash < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abashen, abaishen < παλαιά γαλλική esbahir (στα νέα γαλλικά ébahir) < es- (< ex-) + bayer (< μεσαιωνική λατινική *batare)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαabash (en)
- φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, προκαλώ αμηχανία σε κάποιον, κάνω κάποιον να ντρέπεται
- ↪ He finds excitement in abashing other people.
- Ενθουσιάζεται με το να προκαλεί αμηχανία σε άλλους άνθρωπους.
- ↪ He finds excitement in abashing other people.