Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
abashed
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ρηματικός τύπος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
abashed
(en)
που βρίσκεται σε
αμήχανη
θέση,
ντροπιασμένος
≠
αντώνυμα
:
unabashed
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
abashed
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
abash
Πηγές
επεξεργασία
abashed
-
Oxford Learner's Dictionaries