Zucker
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zucker | die | Zucker |
γενική | des | Zuckers | der | Zucker |
δοτική | dem | Zucker | den | Zuckern |
αιτιατική | den | Zucker | die | Zucker |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Zucker < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zucker < παλαιά άνω γερμανική zuckar < ιταλική zucchero < αραβική سُكَّر (sukkar) < σανσκριτική शर्करा (śarkarā) [1] [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡sʊkɐ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Zu‐cker
Ουσιαστικό
επεξεργασίαZucker (de) αρσενικό
- η ζάχαρη
- ⮡ Möchten Sie etwas Zucker in Ihrem Kaffee?
- Θα θέλατε λίγη ζάχαρη στον καφέ σας;
- ⮡ Möchten Sie etwas Zucker in Ihrem Kaffee?
- (προφορικό) το επίπεδο σακχάρου στο αίμα, το ζάχαρο
- ⮡ Du solltest deinen Zucker häufiger messen.
- Πρέπει να μετράς το ζάχαρο σου πιο συχνά.
- ≈ συνώνυμα: Blutzuckerspiegel
- ⮡ Du solltest deinen Zucker häufiger messen.
- (προφορικό) ο διαβήτης
- ⮡ Ich kann keine Pommes frites essen, ich habe Zucker.
- Δε μπορώ να φάω τηγανητές πατάτες, έχω ζάχαρο.
- ≈ συνώνυμα: Zuckerkrankheit
- ⮡ Ich kann keine Pommes frites essen, ich habe Zucker.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Blutzucker
- Fruchtzucker
- Milchzucker
- Puderzucker
- Traubenzucker
- Würfelzucker
- Zuckerhut
- Zuckerrohr
- Zuckerrübe
- Zuckerschote
- Zuckerwatte
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Zucker στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαZucker αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Zucker < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαZucker αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]