Freund
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Freund | die | Freunde |
γενική | des | Freunds Freundes |
der | Freunde |
δοτική | dem | Freund Freunde |
den | Freunden |
αιτιατική | den | Freund | die | Freunde |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Freund < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vriunt < παλαιά άνω γερμανική friunt [1] < πρωτογερμανική *frijōnd- [2] (βλ. αγγλική friend, ολλανδική vriend, σουηδική frände)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Freund (de) αρσενικό (θηλυκό : Freundin)
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- der beste Freund des Menschen : ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος
- fester Freund : σύντροφος με τον οποίον υπάρχει σταθερή σχέση, κυριολεκτικά: σταθερός φίλος
Παροιμίες επεξεργασία
- wer solche Freunde hat, braucht keine Feinde : αν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Freund στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Freund αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Φινλανδικά (fi) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Freund < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Freund θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [3], [4]
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Freund < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Freund αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [5]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Freund < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Freund αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [6]