Feind
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Feind | die | Feinde |
γενική | des | Feinds Feindes |
der | Feinde |
δοτική | dem | Feind Feinde |
den | Feinden |
αιτιατική | den | Feind | die | Feinde |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαFeind (de) αρσενικό (θηλυκό Feindin)
Συγγενικά
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαFeind αρσενικό ή θηλυκό