Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η -ήρης το -ηρες
      γενική του/της -ήρους* του -ήρους
    αιτιατική τον/τη(ν) -ήρη το -ηρες
     κλητική -ήρη -ηρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ήρεις τα -ήρη
      γενική των -ήρων των -ήρων
    αιτιατική τους/τις -ήρεις τα -ήρη
     κλητική -ήρεις -ήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ήρης < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ή‐ρης

  Επίθημα επεξεργασία

-ήρης, -ης, -ες

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ήρηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)