Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -έτο τα -έτα
      γενική του -έτου των -έτων
    αιτιατική το -έτο τα -έτα
     κλητική -έτο -έτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική -etto (υποκοριστικό επίθημα) με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨ττ

  Επίθημα επεξεργασία

-έτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία