ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὕφαλμος τὸ ὕφαλμον
      γενική τοῦ/τῆς ὑφάλμου τοῦ ὑφάλμου
      δοτική τῷ/τῇ ὑφάλμ τῷ ὑφάλμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὕφαλμον τὸ ὕφαλμον
     κλητική ! ὕφαλμε ὕφαλμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὕφαλμοι τὰ ὕφαλμ
      γενική τῶν ὑφάλμων τῶν ὑφάλμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑφάλμοις τοῖς ὑφάλμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑφάλμους τὰ ὕφαλμ
     κλητική ! ὕφαλμοι ὕφαλμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑφάλμω τὼ ὑφάλμω
      γεν-δοτ τοῖν ὑφάλμοιν τοῖν ὑφάλμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕφαλμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὕφ- (ὑπό) + ἅλμ(η) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὕφαλμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὑπό και ἅλμη