ὑφαρπάσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑφαρπάσᾱς | ἡ | ὑφαρπάσᾱσᾰ | τὸ | ὑφαρπάσᾰν |
γενική | τοῦ | ὑφαρπάσᾰντος | τῆς | ὑφαρπασᾱ́σης | τοῦ | ὑφαρπάσᾰντος |
δοτική | τῷ | ὑφαρπάσᾰντῐ | τῇ | ὑφαρπασᾱ́σῃ | τῷ | ὑφαρπάσᾰντῐ |
αιτιατική | τὸν | ὑφαρπάσᾰντᾰ | τὴν | ὑφαρπάσᾱσᾰν | τὸ | ὑφαρπάσᾰν |
κλητική ὦ! | ὑφαρπάσᾱς | ὑφαρπάσᾱσᾰ | ὑφαρπάσᾰν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὑφαρπάσᾰντες | αἱ | ὑφαρπάσᾱσαι | τὰ | ὑφαρπάσᾰντᾰ |
γενική | τῶν | ὑφαρπασᾰ́ντων | τῶν | ὑφαρπασᾱσῶν | τῶν | ὑφαρπασᾰ́ντων |
δοτική | τοῖς | ὑφαρπάσᾱσῐ(ν) | ταῖς | ὑφαρπασᾱ́σαις | τοῖς | ὑφαρπάσᾱσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ὑφαρπάσᾰντᾰς | τὰς | ὑφαρπασᾱ́σᾱς | τὰ | ὑφαρπάσᾰντᾰ |
κλητική ὦ! | ὑφαρπάσᾰντες | ὑφαρπάσᾱσαι | ὑφαρπάσᾰντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑφαρπάσᾰντε | τὼ | ὑφαρπασᾱ́σᾱ | τὼ | ὑφαρπάσᾰντε |
γεν-δοτ | τοῖν | ὑφαρπάσᾰ́ντοιν | τοῖν | ὑφαρπασᾱ́σαιν | τοῖν | ὑφαρπασᾰ́ντοιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαὑφαρπάσας, ὑφαρπάσασα, ὑφαρπάσαν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ὑφήρπασα) του ρήματος ὑφαρπάζω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Εὐθύδημος, 300d (300c-300d) @scaife.perseus
- οὐ τοῦτο ἐρωτῶ, ἀλλὰ τὰ πάντα σιγᾷ ἢ λέγει; οὐδέτερα καὶ ἀμφότερα, ἔφη ὑφαρπάσας ὁ Διονυσόδωρος·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 56 (54-57)
- καὶ πρώην γ᾽ ἐμοῦ | μᾶζαν μεμαχότος ἐν Πύλῳ Λακωνικήν, | πανουργότατά πως παραδραμὼν ὑφαρπάσας | αὐτὸς παρέθηκε τὴν ὑπ᾽ ἐμοῦ μεμαγμένην.
- Νά, τις προάλλες | είχα ζυμώσει λαγάνα λακωνική στην Πύλο | κι ετούτος με πονηριά μοναδική μ᾽ έκανε πέρα, μου την πήρε απ᾽ τα χέρια | και τη σερβίρισε αυτός στο αφεντικό, αυτήν που εγώ είχα ζυμώσει!
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ πρώην γ᾽ ἐμοῦ | μᾶζαν μεμαχότος ἐν Πύλῳ Λακωνικήν, | πανουργότατά πως παραδραμὼν ὑφαρπάσας | αὐτὸς παρέθηκε τὴν ὑπ᾽ ἐμοῦ μεμαγμένην.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 5, 10.1
- Ταύτην οὖν τὴν ὥραν τοῦ ἔτους προσμένειν ἐς τὸ φανερὸν ἔφασκεν, εἰ ἐν τῷ τότε εἴργοιτο· ὁ δὲ οὐδὲν μεῖον ἐφεδρεύων ἔμενεν, εἴ πῃ λάθοι ὑφαρπάσας ὀξέως τὸν πόρον.
- Αυτήν, λοιπόν, την εποχή του έτους, έλεγε απροκάλυπτα ο Αλέξανδρος ότι περίμενε, εφόσον τότε εμποδιζόταν να περάσει τον ποταμό, στην πραγματικότητα όμως καιροφυλακτούσε συνεχώς, μήπως μπορέσει να κυριεύσει γρήγορα κάποιο πέρασμα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εχθρό.
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- Ταύτην οὖν τὴν ὥραν τοῦ ἔτους προσμένειν ἐς τὸ φανερὸν ἔφασκεν, εἰ ἐν τῷ τότε εἴργοιτο· ὁ δὲ οὐδὲν μεῖον ἐφεδρεύων ἔμενεν, εἴ πῃ λάθοι ὑφαρπάσας ὀξέως τὸν πόρον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Εὐθύδημος, 300d (300c-300d) @scaife.perseus
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑφαρπάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑφαρπάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu