γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑπαρπάσᾱς ὑπαρπάσᾱσ τὸ ὑπαρπάσᾰν
      γενική τοῦ ὑπαρπάσᾰντος τῆς ὑπαρπασᾱ́σης τοῦ ὑπαρπάσᾰντος
      δοτική τῷ ὑπαρπάσᾰντ τῇ ὑπαρπασᾱ́σ τῷ ὑπαρπάσᾰντ
    αιτιατική τὸν ὑπαρπάσᾰντ τὴν ὑπαρπάσᾱσᾰν τὸ ὑπαρπάσᾰν
     κλητική ! ὑπαρπάσᾱς ὑπαρπάσᾱσ ὑπαρπάσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπαρπάσᾰντες αἱ ὑπαρπάσᾱσαι τὰ ὑπαρπάσᾰντ
      γενική τῶν ὑπαρπασᾰ́ντων τῶν ὑπαρπασᾱσῶν τῶν ὑπαρπασᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ὑπαρπάσᾱσῐ(ν) ταῖς ὑπαρπασᾱ́σαις τοῖς ὑπαρπάσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὑπαρπάσᾰντᾰς τὰς ὑπαρπασᾱ́σᾱς τὰ ὑπαρπάσᾰντ
     κλητική ! ὑπαρπάσᾰντες ὑπαρπάσᾱσαι ὑπαρπάσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπαρπάσᾰντε τὼ ὑπαρπασᾱ́σ τὼ ὑπαρπάσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ὑπαρπάσᾰ́ντοιν τοῖν ὑπαρπασᾱ́σαιν τοῖν ὑπαρπασᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ὑπαρπάσας, -άσασα, -άσαν

Δείτε επίσης

επεξεργασία