ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑπεζωκώς ὑπεζωκυῖᾰ τὸ ὑπεζωκός
      γενική τοῦ ὑπεζωκότος τῆς ὑπεζωκυίᾱς τοῦ ὑπεζωκότος
      δοτική τῷ ὑπεζωκότ τῇ ὑπεζωκυίᾳ τῷ ὑπεζωκότ
    αιτιατική τὸν ὑπεζωκότ τὴν ὑπεζωκυῖᾰν τὸ ὑπεζωκός
     κλητική ! ὑπεζωκώς ὑπεζωκυῖᾰ ὑπεζωκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπεζωκότες αἱ ὑπεζωκυῖαι τὰ ὑπεζωκότ
      γενική τῶν ὑπεζωκότων τῶν ὑπεζωκυιῶν τῶν ὑπεζωκότων
      δοτική τοῖς ὑπεζωκόσῐ(ν) ταῖς ὑπεζωκυίαις τοῖς ὑπεζωκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὑπεζωκότᾰς τὰς ὑπεζωκυίᾱς τὰ ὑπεζωκότ
     κλητική ! ὑπεζωκότες ὑπεζωκυῖαι ὑπεζωκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπεζωκότε τὼ ὑπεζωκυίᾱ τὼ ὑπεζωκότε
      γεν-δοτ τοῖν ὑπεζωκότοιν τοῖν ὑπεζωκυίαιν τοῖν ὑπεζωκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ὑπεζωκώς, -υῖα, -ός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπεζωκώς, -ότος αρσενικό (ελληνιστική κοινή , ουσιαστικοποιημένο)