Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑποζώννυμι < αρχαία ελληνική ὑπο- + ζώννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Hyeh₃s (ζώνομαι)

ὑποζώννυμι (ελληνιστική κοινή)

  1. ζώνω από κάτω
  2. δένω σωστά ένα πλοίο, ώστε να είναι αξιόπλοο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία