ὑπένδυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπένδυμᾰ | τὰ | ὑπενδύμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὑπενδύμᾰτος | τῶν | ὑπενδυμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ὑπενδύμᾰτῐ | τοῖς | ὑπενδύμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ὑπένδυμᾰ | τὰ | ὑπενδύμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὑπένδυμᾰ | ὑπενδύμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπενδύμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπενδυμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπένδυμα (ελληνιστική κοινή) < ὑπενδύω < ὑπό + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω. Μορφολογικά, ὑπ- + ἔνδυμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπένδυμα (δῠ) ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπένδυμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπένδυμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.