ὑδροπέπων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ὑδροπεπων-, ὑδροπεπον- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | ὑδροπέπων | οἱ | ὑδροπέπονες | ||||
γενική | τοῦ | ὑδροπέπονος | τῶν | ὑδροπεπόνων | ||||
δοτική | τῷ | ὑδροπέπονι | τοῖς | ὑδροπέποσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ὑδροπέπονα | τοὺς | ὑδροπέπονας | ||||
κλητική ὦ! | ὑδροπέπον | ὑδροπέπονες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑδροπέπων < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική melon d'eau.[1] Μορφολογικά αναλύεται στην αρχαία ελληνική ὑδρο- (< ύδωρ) + πέπων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈpe.pon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ὑ‐δρο‐πέ‐πων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑδροπέπων αρσενικό
- (καθαρεύουσα, φρούτο) το καρπούζι, ο υδροπέπων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «υδροπέπεων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .