καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὑδροπεπων-, ὑδροπεπον-
ονομαστική ὑδροπέπων οἱ ὑδροπέπονες
      γενική τοῦ ὑδροπέπονος τῶν ὑδροπεπόνων
      δοτική τῷ ὑδροπέπονι τοῖς ὑδροπέποσι(ν)
    αιτιατική τὸν ὑδροπέπονα τοὺς ὑδροπέπονας
     κλητική ! ὑδροπέπον ὑδροπέπονες
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑδροπέπων < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική melon d'eau.[1] Μορφολογικά αναλύεται στην αρχαία ελληνική ὑδρο- (< ύδωρ) + πέπων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðɾoˈpe.pon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐δρο‐πέ‐πων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑδροπέπων αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «υδροπέπεων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)