καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑγειονομοφύλαξ οἱ ὑγειονομοφύλακες
      γενική τοῦ ὑγειονομοφύλακος τῶν ὑγειονομοφυλάκων
      δοτική τῷ ὑγειονομοφύλακι τοῖς ὑγειονομοφύλαξι(ν)
    αιτιατική τὸν ὑγειονομοφύλακα τοὺς ὑγειονομοφύλακας
     κλητική ! ὑγειονομοφύλαξ ὑγειονομοφύλακες
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑγειονομοφύλαξ < ὑγειονομ(εῖον) + -ο- + φύλαξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʝi.o.no.moˈfi.laks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐γει‐ο‐νο‐μο‐φύ‐λαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑγειονομοφύλαξ αρσενικό (καθαρεύουσα)

  • (επάγγελμα) κατώτερος υπάλληλος σε υγειονομείο
    ※  Ὅσον σεβασμία γυνὴ καὶ ἂν ἦτο ἡ γραία Γερακίνα, ἐκ τῆς διαρκοῦς προσεγγίσεως πρὸς τὰ ἀρχεῖα καὶ πρὸς τὰ μαγαζία, μετέλαβεν ὁλίγον τοῦ ἀνδρικοῦ ἤθους, ἦτο γνωστὴ εἰς ὄλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγορᾶς, εἰς τοὺς ὑγειονομοφύλακας καὶ εἰς τοὺς τελωνοφύλακας, καὶ ἦτο ἡ μόνη γυνὴ ἥτις ἠδύνατο νὰ ἐμφανίζηται ἀτιμωρητὶ ἐν μέσω τῆς διατριβῆς τῶν ἀνδρῶν, διασχίζουσα κατὰ πλάτος τὴν ἀγοράν, καὶ κατερχομένη εἰς τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ διὰ πρόχειρον πλύσιμον ἣ ἄλλην οἰκιακὴν ὑπηρεσίαν.
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα, 1893. Μέσω του sansimera.gr