ὄλισβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄλισβος | οἱ | ὄλισβοι |
γενική | τοῦ | ὀλίσβου | τῶν | ὀλίσβων |
δοτική | τῷ | ὀλίσβῳ | τοῖς | ὀλίσβοις |
αιτιατική | τὸν | ὄλισβον | τοὺς | ὀλίσβους |
κλητική ὦ! | ὄλισβε | ὄλισβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλίσβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλίσβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄλισβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄλισβος, -ου αρσενικό
- δερμάτινο ομοίωμα φαλλού ως ερωτικό βοήθημα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 320, Θεσμοφοριάζουσαι Δεύτεραι, στ. 13 (10-15), @poesialatina.it @books.google.gr
- [Β.] διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς,
χλίδωνα, περόνας, ἀμφιδέας, ὅρμους, πέδας,
σφραγῖδας, ἁλύσεις, δακτυλίους, καταπλάσματα,
πομφόλυγας, ἀποδέσμους, ὀλίσβους, σάρδια,
ὑποδερίδας, ἑλικτῆρας, ἄλλα πολλά θ' ὧν
οὐδ' ἂν λέγων λήξαι τις.
- [Β.] διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 109 (109-112)
- οὐκ εἶδον οὐδ᾽ ὄλισβον ὀκτωδάκτυλον, | ὃς ἦν ἂν ἡμῖν σκυτίνη ᾽πικουρία. | ἐθέλοιτ᾽ ἂν οὖν, εἰ μηχανὴν εὕροιμ᾽ ἐγώ, | μετ᾽ ἐμοῦ καταλῦσαι τὸν πόλεμον;
- Άι και να ᾽χα μιαν πέτσινη λεγάμενη οχτώ δάχτυλα | να βολευτώ!… | Λοιπόν δεν έχω δίκιο που σοφίστηκα τρόπο | για να πάψει το μαύρο μακελειό;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- οὐκ εἶδον οὐδ᾽ ὄλισβον ὀκτωδάκτυλον, | ὃς ἦν ἂν ἡμῖν σκυτίνη ᾽πικουρία. | ἐθέλοιτ᾽ ἂν οὖν, εἰ μηχανὴν εὕροιμ᾽ ἐγώ, | μετ᾽ ἐμοῦ καταλῦσαι τὸν πόλεμον;
- ※ 3ος πκε αιώνας, επιγραφή, Επιγραφικό χάραγμα πάνω σε έναν αμφορέα, που βρέθηκε στην αρχαία Ολβία της βόρειας Μαύρης Θάλασσας. SEG 46:956bis, @epigraphy.packhum.org
- Νι(—), ὄλισβος.
- ≈ συνώνυμα: βαυβών
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 320, Θεσμοφοριάζουσαι Δεύτεραι, στ. 13 (10-15), @poesialatina.it @books.google.gr
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄλισβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.