→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὁμόλεκτρος τὸ ὁμόλεκτρον
      γενική τοῦ/τῆς ὁμολέκτρου τοῦ ὁμολέκτρου
      δοτική τῷ/τῇ ὁμολέκτρ τῷ ὁμολέκτρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμόλεκτρον τὸ ὁμόλεκτρον
     κλητική ! ὁμόλεκτρε ὁμόλεκτρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁμόλεκτροι τὰ ὁμόλεκτρ
      γενική τῶν ὁμολέκτρων τῶν ὁμολέκτρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁμολέκτροις τοῖς ὁμολέκτροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁμολέκτρους τὰ ὁμόλεκτρ
     κλητική ! ὁμόλεκτροι ὁμόλεκτρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁμολέκτρω τὼ ὁμολέκτρω
      γεν-δοτ τοῖν ὁμολέκτροιν τοῖν ὁμολέκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμόλεκτρος < ὁμός + λέκτρον

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμόλεκτρος, -ος, -ον

  1. που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 508
    εἰ τόνδʼ ἀποκτείνειεν ὁμόλεκτρος γυνή,
    ※  4ος/5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 11.396, @scaife.perseus
    καὶ ξυνὴν ὁμόλεκτρον ἔχων ζηλήμονα Μήνην.
     συνώνυμα: ὁμοδέμνιος, ὁμόλεχος, ὁμολεχής, ὁμόκοιτος
  2. (ως επίθετο ή ουσιαστικό) σύζυγος
    ※  1ος κε αιώνας, Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 307. στ. 5 (5-8) @epigraphy.packhum.org
    οὔνομ’ Ἐπαρχίδα μοι θέτο Σώστρατος ἥ θ’ ὁμόλεκτρος
    Ἀρχίππη, κλεινὰν δόξαν ἐνεγκάμενοι,
    ἃν Μύκονο[ς] μὲν ἔθρεψε πάτρα, πολιῆτιν Ἀθηνῶν
    Κέκροπος αὐτόχθων δᾶμος ἀναγράφεται.