ὁμόλεκτρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὁμόλεκτρος, -ος, -ον
- που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 508
- εἰ τόνδʼ ἀποκτείνειεν ὁμόλεκτρος γυνή,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 11.396, @scaife.perseus
- καὶ ξυνὴν ὁμόλεκτρον ἔχων ζηλήμονα Μήνην.
- ≈ συνώνυμα: ὁμοδέμνιος, ὁμόλεχος, ὁμολεχής, ὁμόκοιτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 508
- (ως επίθετο ή ουσιαστικό) σύζυγος
- ※ 1ος κε αιώνας, Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 307. στ. 5 (5-8) @epigraphy.packhum.org
- οὔνομ’ Ἐπαρχίδα μοι θέτο Σώστρατος ἥ θ’ ὁμόλεκτρος
Ἀρχίππη, κλεινὰν δόξαν ἐνεγκάμενοι,
ἃν Μύκονο[ς] μὲν ἔθρεψε πάτρα, πολιῆτιν Ἀθηνῶν
Κέκροπος αὐτόχθων δᾶμος ἀναγράφεται.
- οὔνομ’ Ἐπαρχίδα μοι θέτο Σώστρατος ἥ θ’ ὁμόλεκτρος
- ※ 1ος κε αιώνας, Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 307. στ. 5 (5-8) @epigraphy.packhum.org
Πηγές
επεξεργασία- ὁμόλεκτρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁμόλεκτρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.