→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀρροπυγόστικτος τὸ ὀρροπυγόστικτον
      γενική τοῦ/τῆς ὀρροπυγοστίκτου τοῦ ὀρροπυγοστίκτου
      δοτική τῷ/τῇ ὀρροπυγοστίκτ τῷ ὀρροπυγοστίκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρροπυγόστικτον τὸ ὀρροπυγόστικτον
     κλητική ! ὀρροπυγόστικτε ὀρροπυγόστικτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀρροπυγόστικτοι τὰ ὀρροπυγόστικτ
      γενική τῶν ὀρροπυγοστίκτων τῶν ὀρροπυγοστίκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀρροπυγοστίκτοις τοῖς ὀρροπυγοστίκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀρροπυγοστίκτους τὰ ὀρροπυγόστικτ
     κλητική ! ὀρροπυγόστικτοι ὀρροπυγόστικτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀρροπυγοστίκτω τὼ ὀρροπυγοστίκτω
      γεν-δοτ τοῖν ὀρροπυγοστίκτοιν τοῖν ὀρροπυγοστίκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρροπυγόστικτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀρροπυγόστικτος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία