↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀξῠβᾰφο-
ονομαστική τὸ ὀξύβαφον τὰ ὀξύβαφ
      γενική τοῦ ὀξυβάφου τῶν ὀξυβάφων
      δοτική τῷ ὀξυβάφ τοῖς ὀξυβάφοις
    αιτιατική τὸ ὀξύβαφον τὰ ὀξύβαφ
     κλητική ! ὀξύβαφον ὀξύβαφ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀξυβάφω
γεν-δοτ τοῖν  ὀξυβάφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀξύβαφον < ὀξύ- + (βάπτω) βαφ- + -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀξύβαφον ουδέτερο (ῠ)

  1. μικρό δοχείο, στο οποίο τοποθετούμε ξίδι
  2. (συνεκδοχικά) ποτήρι
     συνώνυμα: τρύβλιον
  3. (συνεκδοχικά) μικρή πήλινη κύλικα
     συνώνυμα: τρύβλιον
  4. (ελληνιστική σημασία)
    1. (μουσικό όργανο) είδος μικρού κυμβάλου
      άλλες μορφές: ὀψόβαφον σε κώδικες
    2. (μονάδα μέτρησης) το ¼ της κοτύλης, το ⅛ της λίτρας
      άλλες μορφές: ὀξόβαφον
       συνώνυμα: τρύβλιον

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία