ὀνήσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀνήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαὀνήσιμος, -ος, -ον
- χρήσιμος, οφέλιμος, ευεργετικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 665
- ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
- άδωρα των εχθρών τα δώρα, ανώφελα.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- τα δώρα των εχθρών δεν είναι δώρα μήτε ωφελούν.
- Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος, @greek-language.gr
- πάντα το δώρο του οχτρού ανώφελο είναι δώρο.
- Μετάφραση (1904): Ζήσιμος Σίδερης, @greek-language.gr
- άδωρα των εχθρών τα δώρα, ανώφελα.
- ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 665
- βοηθητικός, υποστηρικτικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1014 (1013-1014)
- ὠλεκόμαν ὁ τάλας, καὶ νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι | οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκέτι τρέψει;
- κι ενώ τώρα ο ταλαίπωρος τέτοια υποφέρω, | δε θα γυρίσει κανείς καταπάνω μου ή ένα κοντάρι, ή να μου βάλει φωτιά να γλιτώνω;
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ὠλεκόμαν ὁ τάλας, καὶ νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι | οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκέτι τρέψει;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1014 (1013-1014)
Παράγωγα
επεξεργασία- ὀνησίμως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ὀνίνημι
Εκφράσεις
επεξεργασία- ὀνήσιμα πάσχω: ευεργετούμαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 995
- ἔχω πεπονθὼς μαρτυρεῖν ὀνήσιμα.
- Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- Πως πάντοτε μ᾽ ωφέλησες έχω να μαρτυρήσω.
- Μετάφραση (1904): Κωνσταντίνος Μάνος, @greek-language.gr
- Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.
- ἔχω πεπονθὼς μαρτυρεῖν ὀνήσιμα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 995
Πηγές
επεξεργασία- ὀνήσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνήσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.