Δείτε επίσης: Ὀνήσιμος, Ονήσιμος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀνήσιμος τὸ ὀνήσιμον
      γενική τοῦ/τῆς ὀνησίμου τοῦ ὀνησίμου
      δοτική τῷ/τῇ ὀνησίμ τῷ ὀνησίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀνήσιμον τὸ ὀνήσιμον
     κλητική ! ὀνήσιμε ὀνήσιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀνήσιμοι τὰ ὀνήσιμ
      γενική τῶν ὀνησίμων τῶν ὀνησίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀνησίμοις τοῖς ὀνησίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀνησίμους τὰ ὀνήσιμ
     κλητική ! ὀνήσιμοι ὀνήσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀνησίμω τὼ ὀνησίμω
      γεν-δοτ τοῖν ὀνησίμοιν τοῖν ὀνησίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀνήσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀνήσιμος, -ος, -ον

  1. χρήσιμος, οφέλιμος, ευεργετικός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλής, Αἴας, 665
    ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
    • άδωρα των εχθρών τα δώρα, ανώφελα.
      Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
    • τα δώρα των εχθρών δεν είναι δώρα μήτε ωφελούν.
      Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος, @greek-language.gr
    • πάντα το δώρο του οχτρού ανώφελο είναι δώρο.
      Μετάφραση (1904): Ζήσιμος Σίδερης, @greek-language.gr
  2. βοηθητικός, υποστηρικτικός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1014 (1013-1014)
    ὠλεκόμαν ὁ τάλας, καὶ νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι | οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκέτι τρέψει;
    κι ενώ τώρα ο ταλαίπωρος τέτοια υποφέρω, | δε θα γυρίσει κανείς καταπάνω μου ή ένα κοντάρι, ή να μου βάλει φωτιά να γλιτώνω;
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία