ἴονθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἴονθος | οἱ | ἴονθοι |
γενική | τοῦ | ἰόνθου | τῶν | ἰόνθων |
δοτική | τῷ | ἰόνθῳ | τοῖς | ἰόνθοις |
αιτιατική | τὸν | ἴονθον | τοὺς | ἰόνθους |
κλητική ὦ! | ἴονθε | ἴονθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰόνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰόνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἴονθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἴονθος, -ου αρσενικό
- ρίζα της τρίχας, μικρή, νέα τρίχα
- η πρώτη εμφάνιση γενιού στο πρόσωπο που συνοδεύεται με εξάνθημα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 1.13.2, p.686, @scaife.perseus
- Ὀγδόῃ, ἵδρωσε δι ὅλου ψυχρόν· ἐξανθήματα μετὰ ἱδρῶτος ἐρυθρὰ, στρογγύλα, σμικρὰ, οἷον ἴονθοι, παρέμενεν, οὐκ ἀφίστατο·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ πρόσωπον, 36.3 @scaife.perseus
- Διὰ τί ἐν τῷ προσώπῳ μάλιστα οἱ ἴονθοι; ἢ διότι μανὸς ὁ τόπος καὶ ὑγρότητα ἔχει; σημεῖον δὲ ἥ τε τῶν τριχῶν ἔκφυσις καὶ ἡ τῶν αἰσθήσεων δύναμις· ὁ δὲ ἴονθος ὥσπερ ἐξάνθημα ὑγρότητός τινος ἀπέπτου.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 31 @scaife.perseus
- Γίνονται δ’ ὅταν μέλλωσιν, οἷον ἴονθοι μικροί, οὐκ ἔχοντες πύον· τούτους ἄν τις κεντήσῃ, ἐξέρχονται φθεῖρες. Ἐνίοις δὲ τοῦτο συμβαίνει τῶν ἀνθρώπων νόσημα, ὅταν ὑγρασία πολλὴ ἐν τῷ σώματι ᾖ· καὶ διεφθάρησάν τινες ἤδη τοῦτον τὸν τρόπον, ὥσπερ Ἀλκμᾶνά τέ φασι τὸν ποιητὴν καὶ Φερεκύδην τὸν Σύριον. Καὶ ἐν νόσοις δέ τισι γίνεται πλῆθος φθειρῶν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 1.13.2, p.686, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἴονθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴονθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.