ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἰθύβιος τὸ ἰθύβιον
      γενική τοῦ/τῆς ἰθυβίου τοῦ ἰθυβίου
      δοτική τῷ/τῇ ἰθυβί τῷ ἰθυβί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἰθύβιον τὸ ἰθύβιον
     κλητική ! ἰθύβιε ἰθύβιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἰθύβιοι τὰ ἰθύβι
      γενική τῶν ἰθυβίων τῶν ἰθυβίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἰθυβίοις τοῖς ἰθυβίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἰθυβίους τὰ ἰθύβι
     κλητική ! ἰθύβιοι ἰθύβι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰθυβίω τὼ ἰθυβίω
      γεν-δοτ τοῖν ἰθυβίοιν τοῖν ἰθυβίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰθύβιος < (ἰθύς) ἰθύ- + -βιος (< βίος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἰθύβιος, -ος, -ον

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • εἰθύβιος
    ※  2ος/3ος κε αιώνας, Επιγραφή από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας. IG V,2 474. στίχος 5 (στίχοι 1-7) @epigraphy.packhum.org
    [ἐνθά]δε Θε<ι>αγέν[ους ⏑⏑–]
    [⏑⏑–]θα τέτυκτο
    [–⏑⏑]ον μερόπεσσιν [⏑–⏑⏑]
    [–⏑⏑] τῶν γε vac.
    [–⏑⏑] εἰθυβίοισιν εΙ
    [–⏑⏑]ου ναέτησι θ[–]
    [⏑⏑– πα]ραδείσου vac.

Συγγενικά

επεξεργασία