ἡμίκλιντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡμίκλιντος | τὸ | ἡμίκλιντον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἡμικλίντου | τοῦ | ἡμικλίντου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἡμικλίντῳ | τῷ | ἡμικλίντῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡμίκλιντον | τὸ | ἡμίκλιντον | ||
κλητική ὦ! | ἡμίκλιντε | ἡμίκλιντον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡμίκλιντοι | τὰ | ἡμίκλιντα | ||
γενική | τῶν | ἡμικλίντων | τῶν | ἡμικλίντων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡμικλίντοις | τοῖς | ἡμικλίντοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡμικλίντους | τὰ | ἡμίκλιντα | ||
κλητική ὦ! | ἡμίκλιντοι | ἡμίκλιντα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἡμίκλιντος, -ος, -ον
- (καθαρεύουσα) μισοξαπλωμένος
- ※ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Υπηρέτρα (1833) [διήγημα, μεταγραφή σε μονοτονικό]
- Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως 'ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
- ※ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Υπηρέτρα (1833) [διήγημα, μεταγραφή σε μονοτονικό]