Ἕρμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἕρμος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἕρμος | οἱ | Ἕρμοι |
γενική | τοῦ | Ἕρμου | τῶν | Ἕρμων |
δοτική | τῷ | Ἕρμῳ | τοῖς | Ἕρμοις |
αιτιατική | τὸν | Ἕρμον | τοὺς | Ἕρμους |
κλητική ὦ! | Ἕρμε | Ἕρμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἕρμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἕρμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἕρμος, -ου αρσενικό
- ποταμός της Φρυγίας και της Μυσίας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 392 (391-392)
- […] ὅθι τοι τέμενος πατρώϊόν ἐστιν, / Ὕλλῳ ἐπ’ ἰχθυόεντι καὶ Ἕρμῳ δινήεντι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 55
- καὶ τότε, Λυδὲ ποδαβρέ, πολυψήφιδα παρ᾽ Ἕρμον / φεύγειν μηδὲ μένειν μηδ᾽ αἰδεῖσθαι κακός εἶναι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 392 (391-392)
- (ελληνική μυθολογία) όνομα γιου του Ωκεανού, προσωποποιημένου ποταμού
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 343 (337-345)
- Τηθὺς δ᾽ Ὠκεανῷ Ποταμοὺς τέκε δινήεντας, / Νεῖλόν τ᾽ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην / Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον / Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ᾽ Ἀχελώιόν τ᾽ ἀργυροδίνην / Νέσσον τε Ῥοδίον θ᾽ Ἁλιάκμονά θ᾽ Ἑπτάπορόν τε / Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα / Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυῤῥείτην τε Κάικον / Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε / Εὔηνόν τε καὶ Ἄρδησκον θεῖόν τε Σκάμανδρον.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 343 (337-345)
- όνομα συντρόφου του Θησέα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 26.5
- καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, οἷν ἐπιστάτας καὶ νομοθέτας, καὶ σὺν αὐτοῖς Ἕρμον ἄνδρα τῶν Ἀθήνησιν εὐπατριδῶν· ἀφ᾽ οὗ καὶ τόπον Ἑρμοῦ καλεῖν οἰκίαν τοὺς Πυθοπολίτας, οὐκ ὀρθῶς τὴν δευτέραν συλλαβὴν περισπῶντας καὶ τὴν δόξαν ἐπὶ θεὸν ἀπὸ ἥρωος μετατιθέντας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 26.5
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἕρμος | ||
γενική | τοῦ | Ἕρμους - Ἕρμεος | ||
δοτική | τῷ | Ἕρμει - Ἕρμεῐ̈ | ||
αιτιατική | τὸ | Ἕρμος | ||
κλητική ὦ! | Ἕρμος | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἕρμος, -εος/ους ουδέτερο
- δήμος των Αθηνών
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Φωκίων 22.2 @perseus.tufts edu
- διαμένει γὰρ ἔτι νῦν ἐν Ἕρμει, ᾗ βαδίζομεν ἐξ ἄστεος εἰς Ἐλευσῖνα,\\
- Σημείωση στην έκδοση Cambridge: «Ἕρμει [από τον επιμελητή] Bekker, after Coraës [κατά τον Κοραή] : Ἑρμείῳ.»
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Φωκίων 22.2 @perseus.tufts edu
Πηγές
επεξεργασία- Ἕρμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.