Ἐρυθραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
Ἐρυθραῖος, -α, -ον
- που προέρχεται από τις Ερυθρές ή σχετίζεται μ' αυτές
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἐρυθραῖος, -ου αρσενικό (θηλυκό Ἐρυθραία) [1]
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Ερυθρών
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἐρυθραῖος, -ου αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ἐρυθραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἐρυθραῖος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press